- μακροπαράληκτος
- μακρο-παρά-ληκτος, mit langer vorletzter Silbe
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μακροπαράληκτος — η, ο (Α μακροπαράληκτος, ον) (για λέξη) αυτός που έχει μακρά παραλήγουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + παραληκτός (< παραλήγω), πρβλ. μακροκατάληκτος, ομοιοκατάληκτος] … Dictionary of Greek
μακροπαραληκτώ — μακροπαραληκτῶ, έω (Α) [μακροπαράληκτος] (για λέξη) έχω μακρά παραλήγουσα … Dictionary of Greek